- φοίνιος
- φοίνιοςofmasc nom sgφοίνιοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα τού αίματος, αιματόχρωμος 2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῑρα φοινίαν», Σοφ.) 3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.) 4. φρ. «φοίνιος σάλος» μτφ. λοιμός… … Dictionary of Greek
φοίνιον — φοίνιος of masc acc sg φοίνιος of neut nom/voc/acc sg φοίνιος of masc/fem acc sg φοίνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίοις — φοίνιος of masc/neut dat pl φοίνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίοισιν — φοίνιος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) φοίνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίου — φοίνιος of masc/neut gen sg φοίνιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίους — φοίνιος of masc acc pl φοίνιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίῳ — φοίνιος of masc/neut dat sg φοίνιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνια — φοίνιος of neut nom/voc/acc pl φοίνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιοι — φοίνιος of masc nom/voc pl φοίνιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίαισι — φοίνιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)